- ἀτιθάσευτα
- ἀτιθάσευτοςuntamableneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζωαγρία — ζῳαγρία, ἡ (Α) ο τόπος, το οικοδόμημα όπου φυλάσσονται ζώα, ιδίως άγρια, ατιθάσευτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί ζωγρείον*] … Dictionary of Greek